- ἄξεις
- ἄ̱ξεις , ἄγνυμιbreakaor subj act 2nd sg (epic)ἄ̱ξεις , ἄγνυμιbreakfut ind act 2nd sgἄγωleadaor subj act 2nd sg (epic)ἄγωleadfut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἅξεις — ἄ̱ξεις , ἄγνυμι break aor subj act 2nd sg (epic) ἄ̱ξεις , ἄγνυμι break fut ind act 2nd sg ἄξεις , ἄγω lead aor subj act 2nd sg (epic) ἄξεις , ἄγω lead fut ind act 2nd sg ἔξεις , ξέω shave imperf ind act 2nd sg (attic epic) ἔξεις , ἔξειμι 2 sum… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… … Dictionary of Greek
ονωνίς — η (Α ὀνωνίς, και ὄνωνις και ὄνωσις) βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, στην οικογένεια φαβίδες και έχει 70 περίπου είδη, από τα οποία 18 απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα και είναι γνωστά, τα… … Dictionary of Greek
πη — (I) Α (δωρ. επίρρ.) 1. κάπου, οπουδήποτε («αλλη πη», Επιγρ. Κυρ.) 2. σε πλάγια ερώτηση («ἴσατι πῆ ἐστι», Επιγρ. Επιζ. Λοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πο ]. (II) και ιων. τ. κη και δωρ. τ. πα Α Α (εγκλιτ. μόριο) Ι. (τροπ.) 1. κατά κάποιο τρόπο, τρόπον… … Dictionary of Greek
ИОВА КНИГА — [евр. ; греч. ᾿Ιώβ; лат. Iob], каноническая ветхозаветная книга, названная по имени праведника, о к ром она повествует. (Об этимологии имени Иов см. в ст. Иов) В каноне Праотец Иов. Икона иконостаса Троицкого собора Ипатиевского мон ря. 1652 г.… … Православная энциклопедия